Δήμος Φερεντίνος {Δήμος Τσέλιος, Δημοτσέλιος ή Γεροδήμος} ο Μεγανησιώτης Ήρωας του 1821

Δήμος Τσέλιος Δημοτσέλιος ή Γερο-Δήμος, του οποίου το πραγματικό – προγονικό όνομα είναι Δήμος Φερεντίνος, γεννήθηκε το 1785 στο Σπαρτοχώρι Μεγανησίου της Λευκάδας και τον μεγάλωσαν στην Άγια Μαύρα. Δεκαεννέα ετών έφυγε από τη Λευκάδα, πήγε κλέφτης στη Στερεά Ελλάδα και έσμιξε με την ομάδα του Κατσαντώνη. Ο Δήμος στην αρχή της επανάστασης του 1821 ήταν αρχηγός των Λευκαδίων μαχητών. Ελευθέρωσε τη Βόνιτσα. Στη μάχη του Πέτα, ενώ οι περισσότεροι νικήθηκαν, αυτός κατώρθωσε να απωθήσει πολλούς Τούρκους. Στην Καλαβρούζα με 20 μαχητές κυνήγησε 600 Τούρκους. Στην Αράχωβα, γράφει ο Καραϊσκάκης, ήταν ο μεγαλύτερος ήρωας. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, στην άμυνα του οποίου έλαβε ενεργό μέρος, κράτησε το Λεσίνι απόρθητο. Έλαβε μέρος στην πολιορκία του Βραχωριού και μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε στο Βραχώρι, όπου απέκτησε σπίτι, που σώζονταν μέχρι πρόσφατα. Μάλιστα από πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης που εκδόθηκε στις 20-6-1865 (αρχείο Ν. Μήτση*) από το Δήμο Αγρινίου, προκύπτει ότι ήταν γραμμένος στα Δημοτολόγια Αγρινίου. Συνολικά έλαβε μέρος σε 12 εκστρατείες, 12 πολιορκίες πόλεων και κάστρων, 39 μάχες και τραυματίστηκε 3 φορές. Επί Όθωνα, εξ ονόματος των οπλαρχηγών της Δ. Στερεάς, κήρυξε επανάσταση και ζήτησε από τον Όθωνα να δώσει Σύνταγμα. Αυτό το τόλμημά του το πλήρωσε πολύ ακριβά. Αυτοεξορίστηκε στην ίδια τη γη του στη Λευκάδα για έξι χρόνια χωρίς την οικογένειά του, η γυναίκα του παραφρόνησε, τρία παιδιά του πέθαναν από την πείνα, λεηλάτησαν οι κυβερνητικοί το σπίτι του στο Αγρίνιο και τον διαγράψανε από αξιωματικό. Ανάγλυφη αυτή την κατάσταση την παρουσιάζει ο γιός του Κωνσταντίνος, με επιστολή του στην εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 14 Μαρτίου 1893. Μετά αποκαταστάθηκε. Πέθανε το 1854. Ο τάφος του βρίσκεται στο Μεσολόγγι.

Ο Δήμος Τσέλιος υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του στον Γεώργιο Τερτσέτη, αλλά τα χειρόγραφα καταστράφηκαν κατά τη σεισμο-πυρκαγιά του 1953 στη Ζάκυνθο. Σώθηκαν μόλις δύο σελίδες, που είχε δημοσιεύσει ο ιστοριοδίφης και συγγραφέας Ντίνος Κονόμος

Το Μεγανήσι κατα την επανάσταση αποτέλεσε  καταφύγιο κλεφταρματολών, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης και ο Ανδρούτσος.

Τα σπίτια και τα οικόπεδα των Φερεντιναίων πέρασαν πρώτα στον γαμπρό τους Κωσταντή Μπενία και αργότερα στις οικογένειες Δημήτρη Πάλμου και Συκιώτη. Λίγο πριν το 1960 ο ελαιουργικός συνεταιρισμός Σπαρτοχωρίου θα αγοράσει τα παλιά σπίτια και θα τα μετατρέψει σε ελαιοτριβείο. Γνώρισε πολλές οικοδομικές φάσεις και είναι αλλοιωμένο. Ο Δήμος Μεγανησίου προ ετών ζήτησε άδεια κατεδάφισης του ελαιοτριβείου με σκοπό την δημιουργία πλατείας.

Δήμος Φερεντίνος {Δήμος Τσέλιος, Δημοτσέλιος ή Γεροδήμος}

Σπάνια ιστορική διήγηση Δημοτσέλιου:

«Οἱ γονεῖς μου ἦτον ἀπὸ τὰ Κομετάτα, οἱ παππούληδές μου. Ἐπαντρεύτηκε ὁ παππούλης εἰς τὴν Ἀκαρνανία τὴν βάβω μου… Ὁ πατέρας μου ἐπῆρε ἀπὸ τὴν Ζάβιτζα. Ἐγεννήθηκα ἐγὼ εἰς τὸ Μεγανήσι τῆς Ἁγίας Μαύρας. Ἕνας Μεταξᾶς ἦλθε καὶ τὸ κατοίκησε. Ἐκεῖ ἐκατοίκησαν οἱ παππούληδές μας 4 ἀδέλφια Φερεντιναῖοι.
Ο πατέρας μου τὸν ἔκαψε ἡ ἀστραπή· ἤμουν ἕνα χρόνον. Ἐκοιμότουν εἰς ἕνα κλαρί. Ἔζησε ἡ μάνα μου δυὸ χρόνια. Ἐκίνησε νὰ πάει διὰ μαρτυριὰ στὴν Ἁγία Μαύρα· στὸν δρόμο, ἦτον 17 νομάτοι, ἐπνίγηκαν 14· ἕνας παπάς, δύο – τρεῖς γυναῖκες μὲ τὴν μάνα μου ἐπνιγήκανε. Ἔπειτα μᾶς πῆραν διὰ τὴν ψυχή του ἕνας στὴν Ἁγία Μαύρα… Ἐπέρασα καμμιὰ δεκαριὰ χρονῶνε στὴν Ἀκαρνανία, ἐπῆγα πίσω, ἔκατζα ἐκεῖ ὥστε ἔγινα 16 χρονῶν, στὴν πεθερὰ τοῦ Βαλιανάκη. Ἐπέρασα στὸ Μεγανήσι, ἐγίνηκα 19 χρονῶνε. Ἦτον τὸ σπίτι μας στὸ Μεγανήσι. Ἦτον τρία σόγια κάτοικοι. Θιακοί, Ξερομερίτες καὶ Κεφαλληναῖοι. Εἶναι ἕνα πέραμα ἀπὸ τοῦ Μύτικα, ὡραῖο νησὶ σὰν καὶ νἆναι στὴν Παράδεισο. Ἐσηκώθηκα διὰ νὰ φύγω νὰ πάρω τὸν ἀδελφόν μου, ποὖταν ξενιτεμένος. Εὐγῆκα νὰ πάω νὰ εὕρω τὸν ἀδελφόν μου ποὖταν μὲ καράβι. Ἀξιώθηκε καὶ ἔκαμε καράβι δικό του. Εὐγῆκα νὰ πάω στὴν Ἅγια Μαύρα νὰ βγῶ νὰ τὸν εὕρω. Ηὗρα ἕνα Ζαφείρη κλεφτικάτον ἀπὸ τὴν Ἀκαρνανία, κάθονταν στὴν Ἁγία Μαύρα. Μοῦ λέει αὐτός: Δῆμο τί χαλεύεις νὰ πᾶς μὲ καράβια; Ἔρχεσαι νὰ πᾶμε στὸ Καρπενήσι; Βιαίνεις καὶ κλέφτης. Μ᾿ ἐπῆρε τὸν Ἰούλιο μήνα στὰ 1804. Ἐπήγαμε. Ἐστάθηκα μὲ τὸν Ζαφείρη ἀρματολὸς ἕναν χρόνον. Ὁ Γιωργάκης ἦτον Καπετάνιος καὶ ὁ Ζαφείρης ἦτον γαμβρός του. Ἐστάθημεν· τὸν Ἰούλιο μήνα ἐξεκινήσαμεν. Ἐπήγαμεν στὸ Καρπενήσι. Ἀρματολὸς ὁ Καπετὰν Γιωργάκης μὲ μπουγιουρδί.
Ἐκάθησα ὣς τὶς 10 Ἀπρι­λίου, Λαμπρή. Ἔσμιξα τὸν Κατζαντώνη. 4 νομάτοι ἐγινήκαμε πέντε. Ἀντώ­νης, Λεπενιώτης, Τζόγκας καὶ ἕνας Θοδωρὴς 4, ἐγὼ 5. Ξακολουθάαμεν τὴν κλεψιὰ τότε διάφορους πολέμους. Ἐρχόντανε καὶ μεγαλώναμε. Ἐξακολουθάγαμε.
Ἐμεγάλωσε ὁ Ἀντώνης, ἔτρεμε ἡ Τουρκιά. Στὰ 1805 ἦλθε καὶ ὁ Καραϊσκάκης. Ἔσμιξε μὲ τὸν Ἀντώνη κι αὐτός. Ἔφυγε ὁ Καραϊσκάκης ἀπὸ τὸ Πρεμέτι ἀπὸ τὴν φυλακή. Ἀπὸ τόπον εἰς τόπον ἦλθα εἰς τὰ Ἄγραφα. Ἐγίνηκε καὶ αὐτὸς πρώτη σκάλα, καθὼς ἤμουν καὶ ἐγώ. Λεπτότερος καὶ ψηλότερός μου, μακρύτερός μου, δὲν εἶχε ὄψη καλή. Τότε μὲ τὸν Καραϊσκάκη ἀπόκτησα πιστὴ ἀγάπη. Ἀπὸ τότε. Ἐσκοτώσαμε τὸν Λιάζαγα τὸν Βελιγκέκα. Ἐμεῖς εἴμεθα 40, ἐκεῖνοι χίλιοι…
Τὸν χειμώνα ἐκαθήμεθα εἰς ἕνα λιτρουβειὸ εἰς τὸ Μεγανήσι μὲ τὸν Καραϊσκάκη καὶ Ὀδυσσέα. Ὁ Καραϊσκάκης μοῦ εἶπε διὰ τὴν Ἑταιρείαν, ὅτι θὰ γίνει τὴν ἄνοιξιν. Ἡ φαμελιά μου ἦτον εἰς τὸ Μεγανήσι. Ἐβγῆκα ἔξω. Ἐβγήκαμεν ἔξω. Ἀνταμωθήκαμεν εἰς τὴ Βόνιτζα. Ὁ Ὀδυσσέας ἐτρά­βηξε διὰ τὴν Λεβαδιά. Ἐγὼ ἔμεινα, εἶχα τὰ ζευγάρια μου. Ἀνταμωθήκαμε πρὶν τὴ Λα­μπρὴ μὲ τοὺς προεστοὺς τοῦ Κάραλη, Γιωργάκης… Χρηστάκης Στάϊκος, Μεγαπάνος, Τζόγκας, Βαρνακιώτης. Εἴπαμε νὰ βαρέσομε τοὺς Τούρκους μεγαλοβδόμαδο. Ὁ Βαρνακιώ­της δὲν ἤθελε νὰ σηκωθεῖ.Ὁμιλήσαμεν εἰς τὸ Ζευγαράκι ἀνάμεσα στὴν Κατούνα καὶ τὸ Λουτράκι. Ὁ Βαρνακιώτης σήμερο καὶ αὔριο. Ἦρθε ὁ Πράσινος, ἀπόστολος ἀπὸ τὴν Βλαχιάν, ἦλθε σ᾿ ἐμᾶς. Ἡμεῖς τότε ξαφριζόμεθα. Μᾶς ἔστερναν μπαρούτι (μεγάλη Σαρακοστὴ) στὸ ἀκροθαλάσσιο.
Ὁ Βαρνακιώτης ἐχασομέ­ραε, δὲν ἀσηκώθη καὶ ἀργο­πορώντας δὲν ἐπιάσαμε τὸ Μακρυνόρι. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Βαρνακιώτη ἐσκό­τωσαν μερικοὺς ἀν­θρώπους εἰς τὸ Ρίβιο. Ὁ Πράσινος ἐβίαζε. Εἶπε τοῦ Βαρνακιώτη: Θὰ σὲ σκοτώσει τὸ ἔθνος. Ἐμεῖς ἐπήγαμεν νὰ βαρέσομε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Βόνιτζα. Ὁ Νικολὸ Μπουρδάρας ἐπῆγε εἰς τὸ κάστρο τῆς Πλαγιᾶς. Ἕνας Σουλιώτης μπάζει τοὺς χριστιανοὺς εἰς τὸ κάστρο, σκοτώνουν τὸν ἀνώτερο Τοῦρκο. Ἐγίνονταν τὴν ἄνοιξιν αὐτά.
«

Ποίημα για το Γεροδήμο από τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη:

Το ποίημα αυτό του Βαλαωρίτη αναφέρεται στη γνωστή από τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια συντροφική σχέση του πολεμιστή με τη φύση και το όπλο του. O Δήμος προαισθάνεται το τέλος του και ανακοινώνει στα παλικάρια του τις τελευταίες του επιθυμίες. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μνημόσυνα (1857) και σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, ο Δήμος Τσέλιος συμπεριλαμβάνεται στα πρόσωπα που πιθανολογείται ότι αναφέρονταν το κλέφτικο τραγούδι «Του Δήμου το κιβούρι»…

Ο Δήμος και το καρυοφύλλι του

Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ’ αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ‘χυσα σταλαματιά δε μένει.

Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγγο
να ‘ναι χλωρό και δροσερό, να ‘ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.

Ποιος ξέρει απ’ το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ήσκιο του από κάτω
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε.
Να τραγωδούν τα νιώτα μου και την παλληκαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα μου να παίρνουν,
να πλένουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.

Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου μη με κλάψτε.
Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθείτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθείτε εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.

Κι έν’ από σας το νιώτερο ας ανεβείς τη ράχη,
ας πάρει το τουφέκι μου, τ’ άξο μου καρυοφύλλι
κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει.
«Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θε να βογκήξει ο βράχος
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ’ αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,
για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει η Πίνδος
και λυώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.

Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του.

Έτρεξε το κλεφτόπουλο σα να ‘τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:
«Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη και την ύστερη τ’ άξο του καρυοφύλλι
βροντά, μουγκρίζει σα θεριό, τα σωθικά του ανοίγει
φεύγει απ’ τα χέρια σέρνεται στο χώμα λαβωμένο
πέφτει απ’ του βράχου το γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.

‘Aκουσ’ ο Δήμος τη βοή μες τον βαθύ τον ύπνο,
τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…
Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει.

Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή του φοβερού του Κλέφτη
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Ο έρωτας του αγωνιστή του 1821 Δημοτσέλιου με τη Ρηνιώ

Ο Δήμος Τσέλιος, που είναι πιο γνωστός με το όνομα Δημοτσέλιος, ήταν ένας από τους μεγάλους αγωνιστές του 1821. Το πραγματικό οικογενειακό όνομά του ήταν Δήμος Φερεντίνος. Η ζωή του στιγματίστηκε από τραγικά γεγονότα ήδη από την εποχή που ήταν παιδί. Ο Δημοτσέλιος γεννήθηκε στη στο Σπαρτοχώρι του Μεγανησίου της Λευκάδας. Όμως, δεν πρόλαβε να γνωρίσει του γονείς του. Από την ηλικία των τριών ετών είχε μείνει ορφανός. Όταν ήταν μόλις ενός έτους ο πατέρας του χτυπήθηκε από κεραυνό και πέθανε, ενώ δυο χρόνια αργότερα η μητέρα του πνίγηκε, καθώς πήγαινε σε μια γιορτή στη Λευκάδα. Σε ηλικία 19 ετών αποφάσισε να γίνει κλέφτης στα βουνά. Δεν ήθελε να γίνει ναυτικός όπως ο αδερφός του, γιατί η θάλασσα του είχε στερήσει τη μητέρα του. Πήγε στη Στερεά Ελλάδα, στο Καρπενήσι και σύντομα έγινε ένας από τους άνδρες του περίφημου Αντώνη Κατσαντώνη. Το 1805 γνώρισε και τον Καραΐσκάκη….

Ενώ ο Δημοτσέλιος βρισκόταν στα Άγραφα με τους άνδρες του Κατσαντώνη γνώρισε μια όμορφη κοπέλα, τη Ρηνιώ. Οι δυο νέοι ερωτεύτηκαν. Όμως, την ομορφιά της Ρηνιώς είχαν ανακαλύψει και οι άνδρες του Αλή Πασά. Έτσι, μια μέρα που πήγαν να την πάρουν ως σκλάβα, ο Δημοτσέλιος τους επιτέθηκε και την έσωσε. Όμως, αμέσως έφυγε για το βουνό για να γλιτώσει από την οργή του Αλή Πασά. Στη συνέχεια η Ρηνιώ ντύθηκε άνδρας και ανέβηκε στο βουνό για να γλιτώσει τη σκλαβιά και να βρει τον αγαπημένο της. Σύμφωνα με την παράδοση, ο καπετάνιος των κλεφταρματωλών νομίζοντας ότι είναι αγόρι την έβαλε να πολεμήσει με τον Δημοτσέλιο. Αν νικούσε το πρωτοπαλίκαρό του στη μάχη, θα έμπαινε στην ομάδα του….

Τα γένια του Δημοτσέλιου είχαν μακρύνει και η Ρηνιώ δεν τον αναγνώρισε. Η Ρηνιώ άρχισε να του επιτίθεται. Έπρεπε να μπει στην ομάδα. Κατά τη συμπλοκή παραλίγο να τον χτυπήσει στην καρδιά. Όμως, ο Δημοτσέλιος την αναγνώρισε και της μίλησε. Εκείνη τράβηξε το σπαθί της και τον ρώτησε αν ήταν ο «Δήμος της». Έτσι, οι δυο νέοι ξανασυναντήθηκαν. Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις οι δύο νέοι παντρεύτηκαν στο βουνό Μπούμιστος, στα λημέρια του Κατσαντώνη. Άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν παντρεύτηκαν ποτέ.

Ο Δημοτσέλιος συμμετείχε στην επανάσταση του ΄21 από την πρώτη μέρα που ξέσπασε. Είχε δίπλα του και την Ρηνιώ. Πολέμησε και εκείνη στην μάχη του Πέτα, ενός χωριού μερικά χιλιόμετρα μακριά από την Άρτα. Η μάχη έληξε με την συντριπτική ήττα των Ελλήνων. Ο λαβωμένος Δημοτσέλιος όμως δεν έχασε μόνο τη μάχη, αλλά και τη Ρηνιώ. Είχε χτυπηθεί θανάσιμα.

Στη συνέχεια συμμετείχε, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, στη Μάχη της Αράχωβας, στο πλευρό του Καραϊσκάκη. Συνέβαλε, επίσης, στην άμυνα του Μεσολογγίου. Στις αρχές του 1827, με εντολή του Καραϊσκάκη, πήγε στην (τότε) νησίδα Λεσίνι, που το μοναστήρι του ήταν καταφύγιο για όσους κυνηγούσαν οι Τούρκοι, το οποίο και υπερασπίστηκε επιτυχώς. Στη συνέχεια, κατέλαβε τον Μύτικα και το 1828 συνέβαλε στην οριστική επικράτηση των Ελλήνων στη Στερεά.

Ο Δημοτσέλιος αργότερα ξαναπαντρεύτηκε. Όμως, η γυναίκα του παραφρόνησε, όπως έλεγε ο ίδιος, και τον εγκατέλειψε.

To 1836 ηγήθηκε επαναστατικού κινήματος στο όνομα των ρουμελιωτών οπλαρχηγών και ζήτησε από το βασιλιά Όθωνα να δώσει Σύνταγμα, κάτι που το πλήρωσε ακριβά. Εξαναγκάστηκε σε αυτοεξορία στη Λευκάδα για 6 χρόνια, μακριά από την οικογένειά του, η οποία υπέφερε, ενώ λεηλατήθηκε το σπίτι του στο Αγρίνιο και διαγράφηκε ως αξιωματικός από τις τάξεις της Βασιλικής Φάλαγγας. Πέθανε το 1854 στην Αθήνα. Ο τάφος του βρίσκεται στο Μεσολόγγι στον Κήπο των Ηρώων, πίσω από το μνήμα του Μάρκου Μπότσαρη….

Πηγές: Wikipedia & ‘Αρωμα Λευκάδας & Η μηχανή του Χρόνου

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.