Μεγανησιώτικος Γάμος {Στο Πηγάδι Αλευρώματα και Επιστρόφια}

Από Καββαδά Ελλη

Η επόμενη μέρα του γάμου, η Δευτέρα ήταν η μέρα της νύφης. Το έθιμο την έστελνε σε ένα πηγάδι να βγάλει νερό και να «ποτίσει» τους συγγενείς . Την σημασία αυτού του εθίμου δεν μας την δίδαξε κανείς, γιατί σίγουρα αυτή η διαδικασία κάτι ήθελε να μας πει… Η έρευνα που κάναμε δεν μας «φώτισε», όλες οι παλιές εν ζωή γυναίκες δεν γνωρίζουν κι έτσι το έθιμο αυτό παρέμεινε «επιφανειακό» μέχρι σήμερα. Ερμηνεύοντας το τελετουργικό ίσως να σήμαινε την μύηση στην εργατικότητα της νύφης, μπορεί και τον «εξαγνισμό», από την πρώτη νύχτα του γάμου που από κορίτσι έγινε γυναίκα. Ισως ακόμα και την άφθονη , την αστείρευτη ροή (σαν του νερού) σε πλούτο, δύναμη ενέργειας και αγαθών .

Γύρω στις 11 το πρωί η νύφη που είχε φορέσει την παραδοσιακή μας λευκαδίτικη φορεσιά περίμενε τους πολύ κοντινούς της και τον κουμπάρο να μαζευτούν στο νέο της σπίτι για να πάρουν το δρόμο για το» πηγάδι».

Τα πηγάδια που πήγαιναν συνήθως τις νύφες κάποτε ήταν επισκέψιμα στο νησί καθώς έπαιζαν ρόλο ζωτικής σημασίας για τους κατοίκους. Στο Κατωμέρι ήταν το πηγάδι στο «Καραμαντάνι» και το πηγάδι της Παναίτσαινας στον Αθερινό. Μερικές φορές πήγαιναν και στο πηγάδι του Βαθιού. Στο Σπαρτοχώρι πήγαιναν στο πηγάδι στα Σπήλια.

Οι κόφες με τα καλούδια για να κεράσει η νύφη στο γυρισμό, κάθε περαστικό που θα συναντούσε στο δρόμο της, περίμεναν γεμάτες και σκεπασμένες με τα χρωματιστά μαντίλια εκείνες που θα τις κουβαλούσαν στο κεφάλι . Είχαν μέσα γλυκά, ούζο και γλυκόπιοτο για τις γυναίκες αλλά και το κουλούρι της νύφης που ξεκινούσε την πορεία της προς το πηγάδι με τραγούδια της μέρας αυτής που πρωταγωνιστούσε μόνο εκείνη.

«Νερατζούλα φουντωμένη πού ναι τ΄’ανθια σου

Φύσηξε βοριάς κι αέρας και τα σκόρπισε

Σε παρακαλώ βοριά μου φύσα ταπεινά

Να αρμενίζουν τα καράβια τα νησιώτικα…»

Κι άλλο…

«Είμαστε ορκισμένα τα καημένα πέντε έξι οχτώ παιδιά κυρά δασκάλα μου

πέντε έξι οχτώ παιδιά

Να πάρουμε τη δασκάλα να την πάμε στα νησιά

Κι εκείνη δεν το δέχτει δεν το δέχτει και της κόψαν τα μαλλιά

Διαμάντι δαχτυλίδι φοράς στο χέρι σου κυρά δασκάλα μου

Κι απάνω γράφει η πέτρα γράφει η πέτρα να γένω ταίρι σου...

Η πορεία έχει ξεκινήσει με μικρούς και μεγάλους να ακολουθούν . Την νύφη συνοδεύουν οι τραγουδίστριες που κρατάνε τις πολύχρωμες ομπρέλες ανοιχτές πάνω από το κεφάλι της, για να την προστατέψουν από τον ήλιο. Βαριά η χωριάτικη φορεσιά μακρύς κι ο δρόμος κι άτσαλος και το τακούνι που φορούσε για να ταιριάζει με το ντύσιμο ψηλό και άβολο.

Όταν φτάνουν στο πηγάδι μια γυναίκα βγάζει νερό και γεμίζει το μαστραπά της νύφης. Ενας άντρας αδερφός ή κοντινός συγγενής του γαμπρού έχει κόψει τώρα το κουλούρι και δίνει στην νύφη τρεις γωνίες από αυτό. Εκείνη πλησιάζει το πηγάδι και με κάθε φέτα κάνει το σταυρό της και την πετάει στο νερό που το σταυρώνει και αυτό τρεις φορές. Κάθε φορά με μια φέτα από το κουλούρι. Ύστερα ρίχνει τον μαστραπά στο πηγάδι και πιάνει τις φέτες του ψωμιού. Κι αυτό θα το κάνει τρεις φορές όσες και οι φέτες. Μετά »κερνάει» νερό τον κόσμο ξεκινώντας από τον γαμπρό και τον κουμπάρο. Ακολουθεί το μοίρασμα του κουλουριού σε όλους από έναν άντρα που φοράει μαντίλι στη μέση και ύστερα ο χορός με την νύφη να προηγείται, και ένας ένας με τη σειρά του χορεύει κι από μια στροφή για το» καλό», ενώ τα τραγούδια δεν σταματούν:

«Τι έχεις καημένε πλάτανε και στέκεις μαραμένος με το νερό στη ρίζα σου

Με το νερό στη ρίζα σου με τη δροσά στα φύλλα

Αλή πασάς επέρασε με δεκαοχτώ χιλιάδες, κι όλοι στον ίσκιο εκάτσανε και όλοι στη δροσά μου

Και στο σημάδι με έβαλαν…»

‘Ολοι οι ρυθμοί είναι χαρούμενοι, συρτά, γρήγορα τραγούδια πάνω στις πέτρες και στα χώματα, αν και τότε τα χωράφια ήταν ρογγομένα και βατά:

«Όλα τα αηδόνια το πρωί λαλάνε στην αράδα για να ξυπνήσουν οι όμορφες να πάνε πατινάδα

Μα μια μικρή μελαχρινή δε θέλει να ξυπνήσει, κι η μάνα της της έλεγε να μη την σεχλετίσει

Σήκω απάνου κόρη μου και πήγε μεσημέρι, κι όλος ο κόσμος είναι εδώ κι εσύ είσαι στο μιντέρι

Δε στοπα μανα δε μπορώ δε στοπα θα πεθάνω, σύρε να φέρεις το γιατρό παπά να ματαλάβω

Κι όσο να πάει για το γιατρό και πίσω να γυρίσει η αγάπη της επέρασε και την καλημερίζει

Να πας γιατρέ μου στο καλό να πας για τη δουλειά σου η αγάπη μου επέρασε και ήβρα την υγειά μου…»

Κι άλλο τραγούδι:

Ορε μάνα καλέ μανά μ΄, μάνα μ ‘ στο περιβόλι μας , μανά μου στο μπαξέ μας πήγα να μάσω μύγδαλα πήγα να μάσω δάφνες

Κι εκεί μανούλα μου κι εκεί ήτανε τρεις σταυραετοί και τρεις καλοί λεβέντες και πιάσαμε κουβέντες

Ενας με μήλο με βαρεί κι άλλος με πορτογάλι, κι ο τρίτος ο καλύτερος μάνα μ’ με ένα κυδώνι…»

Κι άλλο:

«Εριξα τις ελπίδες μου σε δυο κοπελουδάκια, τόνα ήταν πλούσιο κι άσκημο τ’ άλλο φτωχό κι ωραίο

Με κάλεσε η πλούσια το δείπνο να μου κάνει, πάω στο σπίτι της πλούσιας τη βρίσκω να ζυμώνει

Ζυμώνει χάσκινο ψωμί σε καρυδένια σκάφη, βάνει του νιού να φάει ψωμί αυγά τηγανισμένα

Του βάνει και γλυκό κρασί σε ένα χρυσό ποτήρι, στρώνει διπλά τα στρώματα πέσε ξένε μ’ κοιμήσου

Πέφτω αγκαλιάζω κούτσουρο, θέ μου ξημέρωσέ με

Κι άλλο…

«…Στείλε με μάνα στο πηγάδι απ΄το πρωί νάρτω το βράδυ, για να ιδώ αυτόν που αγαπώ κι ένα γράμμα να του πάω, να του πω αν θα με πάρει στο καράβαι που θα πάει, για να μέχει στο πλευρό του να μη πεθάνει απ΄το καημό του…»

Κι άλλο:

«…Μήλο μου καλό μου μήλο τίνος θέλεις να σε στείλω, να με στείλεις στη κρύα βρύση και στο πανώριο κυπαρίσσι

νάρχονται οι νιές να πλένουν μαυρομάτες να λευκαίνουν, νάρχεται και η σαστικιά μου να μου πλένει τα σκουτιά μου…»

Αφού χορεύουν όλοι, παίρνουν τον δρόμο για το γυρισμό όπου εκεί η νύφη κερνάει ποτό και γλυκό ψωμί κάθε περαστικό που συναντάει μπροστά της μέχρι να φτάσουν στο σπίτι και παίρνει από τον καθένα ευχές:

-Νάσαι καλορίζικη κοπέλα μου, καλή προκοπή…

-Σε γιούς σου…

-Και του χρόνου με ένα σερνικό παιδί..

Τα θηλυκά παιδιά δεν ήταν καλοδεχούμενα εκείνα τα χρόνια…

Φτάνοντας στο σπίτι  ετοιμάζονται για ένα ακόμα τραπέζι, κι ένα ακόμα γλέντι. Οι καλεσμένοι λιγότεροι, μόνο τοι κοντινοί αλλά και αυτοί ξεπερνούσαν τα πενήντα εξήντα άτομα… Το μενού της Δευτέρας είχε σούπα κόκκινη από χοντρό κρέας με νιόκο ή σπαέτο  . Η ορχήστρα είχε φύγει και το ράδιο τώρα έπαιζε δυνατά μέχρι το βράδυ, αφού πρώτα είχανε τραγουδήσει την τάβλα με ένα ακόμα υπέροχο μελωδικό τραγούδι που μάλλον (αν κρίνουμε από τα λόγια)απευθύνεται σε γονείς που δεν είναι πια στη ζωή)…

«…Εσείς πουλιά του κάμπου και της Ρούμελης,αυτού ψηλά που πάτε, και που πέσετε, για χαμηλώστε λίγο τα φτερούγια σας, τα καημένα

Για να σας δώσω γράμμα , γράμμα και γραφή,να δώστε στο μπαμπά μου και στη μάνα μου

Κι αν σας ρωτήσουν πέστε πως παντρεύτηκα, και πήρα μια γυναίκα μάγισσας κυρά.

Μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν,κι όταν κυνήσω νάρτω λάσπες και νερά, κι όταν γυρίσω πίσω ήλιος ξαστεριά…»

Κι ύστερα ελαφραίνουν :

«Μπιργιανιές χορεύανε κι άλλες αγναντεύανε, και στη μέση στο χορό χόρευε μια Μπιργιανιώ

Κι ήταν κι άντρας της εκεί, του κακοφάνηκε πολύ

Άντρα μου καλάντρα μου μη σου κακοφαίνεται και τίποτα δε γένεται

Τα παπούτσα που φορώ θα τα χαλάσω στο χορό, τα παπούτσα που φορώ δε μου τάφερες εσύ

Τα φέρανε οι φίλοι μου που φυλάν τα χείλη μου… (τον προκαλούσε η Μπιργιανιώ)

Και τελειώνουν χαρούμενα:

«Το καραβάκι το μικρό θέλω να τ’ αρματώσω, για νάβγω έναν περίπατο το Γιώργο ν’ ανταμώσω

Σα πήγα και τ’ αρμάτωσα και βγήκα στο σεργιάνι, το Γιώργο δεν αντάμωσα πολύ μου κακοφάνει

Δε πρέπουν τ’ άσπρα τα πανιά στα μαύρα τα καράβια, δε πρέπουνε κι οι άσκημες στα όμορφα παλικάρια…»

Για να αφιερώσουν και στους ξενιτεμένους που δεν ήταν παρόντες στο γάμο:

«Να αναστενάξω καημένη μάνα μ’ δε ‘ ακούς, να κλάψω δε με βλέπεις

Να στείλω γράμμα μάνα μ΄ για να ρθείς τα έξοδα δικά μου

Κλαίγε με μάνα μ’ κλαίγε με την νύχτα με φεγγάρι , την αυγούλα με δροσά…«

«Καράβι πάει γιαλό γιαλό, κι η κόρη πάει την άμμο

Με τα μαλλάκια ξέπλεκα στις πλάτες στολισμένα

καραβοκύρη μου αδερφέ, καλέ μου καπετάνιε

Αυτό το νιό που πας εκεί αυτό το παλικάρι

Πόσα δινώ να τονε δώ και να τον αγοράσω…»

Και κλείνουν με ένα αγαπημένο τραγούδι δημοτικό παραδοσιακό…

«Απόψε που κοιμόμουνα γλυκά κι ονειρευόμουνα

Είδα ένα όνειρο κακό, ξήγα το μάνα μ’ τ’ όνειρο

Είδα σε πύργο ανέβαινα σε περιβόλι έμπαινα

Ο πύργος είναι κόρη μου, ο πύργος είναι άντρας σου , το περιβόλι η αγάπη σου

Και δυο ποτάμια με νερό, κρασί για το συμπεθεριό…»

Κι έτσι χορεύοντας και τραγουδώντας τους παίρνει η νύχτα με φανερή στα πρόσωπα την κούραση αλλά και τη χαρά …Ναι …οι χαρές αυτές που κρατούσαν για πάντα τους γάμους ζωντανούς …

Αλευρώματα

Το τελευταίο τελετουργικό του γάμου μας ήταν τα αλευρώματα. Το πιο διασκεδαστικό αλλά και το πιο βασανιστικό για τις γυναίκες . Την Τρίτη το πρωί έφτιαχναν το γλυκό που θα μοίραζαν στα σπίτια των καλεσμένων. Το χωριάτικο, την πίτα μας. Το γλυκό αυτό είναι μπελαλίδικο, κουραστικό και απαιτεί συνδυασμό γνώσης, τεχνικής, εμπειρίας και δύναμης. Έτσι γυναίκες και άντρες είχαν συγκεντρωθεί στον εξωτερικό χώρο του σπιτιού, στις πίσω αυλές με ποδιές και μαντίλια άσπρα στο κεφάλι και με όλα τα σύνεργα. Μεγάλα καζάνια που μέσα έβραζαν ώρες το λάδι , μικρότερες πινιάτες που έβραζαν το ζούμο που μοσχοβόλαγε από κανέλα και μάραθο. Πιο κει τα τσουβάλια με το αλεύρι . Άντρες το κοσκίνιζαν και το έριχναν μέσα στα μεγάλα στρογγυλά ταψιά μέχρι να έρθει το λάδι στο σωστό βρασμό και να το ρίξουν μέσα.

Εκείνη είναι η στιγμή που χρειάζονται τ’ αντρίκια χέρια γιατί το γλυκό βαραίνει καθώς ψήνεται με το αλεύρι και απαιτείται πολύ μεγάλη δύναμη και γερά μπράτσα για να φέρουν βόλτα τόσο μεγάλη ποσότητα. Σχεδόν σε όλο το χωριό έδιναν από αυτό το γλυκό. Εκτός από τα συγγενικά σπίτια έδιναν και σε κάθε περαστικό που θα συναντούσαν στο δρόμο. Στον κουμπάρο γέμιζαν έναν ασημένιο δίσκο και τον έστελναν στο σπίτι με ένα νεαρό αγόρι κι ένα μεγαλύτερο κορίτσι που πήγαινε στο κεφάλι της την κόφα με τις »φιλιές», τα δώρα του ζευγαριού στους κουμπάρους . Αυτοί με την σειρά τους επέστρεφαν την κόφα με γλυκά και ένα γερό φιλοδώρημα στα παιδιά που τα είχαν πάει.

Όταν το γλυκό έμπαινε στα ταψιά οι γυναίκες το πήγαιναν στους φούρνους της γειτονιάς που τους είχαν κάψει από νωρίς για να το ψήσουν. Στο μεταξύ ο «αλευροπόλεμος», αυτά ήταν τα «αλευρώματα», είχε ξεκινήσει . Το αλεύρι που είχε περισσέψει (είχαν προμηθευτεί παραπάνω από όσο χρειαζόταν ) ο ένας το πέταγε στον άλλον μέσα από ένα  ασταμάτητο κυνηγητό στα σπίτια , στις αυλές , σε όλη την γειτονιά. Μικροί και μεγάλοι αγνώριστοι και κάτασπροι, ξεχώριζαν μόνο τα μάτια τους, δίνανε μάχη να ξετρυπώσουν τα υποψήφια «θύματα » από τις κρυψώνες πετώντας με τις χούφτες το αλεύρι παντού. Πρώτος στόχος τους η νύφη και ο γαμπρός που έτρεχαν να κρυφτούν πριν ξεκινήσει ο πόλεμος. Ποτέ όμως κανένας δεν έβρισκε τόσο καλή κρυψώνα που να μην τον ανακαλύψουν και προκειμένου να αλευρώσουν όλο το σπίτι παραδίνονταν από μόνοι τους και «έτρωγαν» υπάκουα με τις χούφτες γεμάτες αλεύρι να καλύπτουν το πρόσωπο… σακούλες ολόκληρες . Οσο μεγαλύτερη αντίσταση έφερναν τόσο περισσότερο αλεύρι έτρωγαν. Στα μαλλιά, στο στόμα, στην πλάτη….παντού. Κι απο πάνω έριχναν νερό για να κολλήσει και να μην φεύγει με τίποτα. Κάποιοι έβγαζαν και τα απωθημένα τους με αυτό τον τρόπο και το έβλεπες ξεκάθαρα από την μανία με την οποία έκαναν επίθεση.

Επόμενος στόχος τα σπίτια των κουμπάρων και των συμπεθέρων. Οχι που θα γλύτωναν τα συμπεθεριακά…

Κι ύστερα όποιον πάρει η μπάλα…Κι έπαιρνε πολλούς, μικρούς, μεγάλους ,συγγενείς, περαστικούς, άντρες και γυναίκες. Κι ύστερα όλοι μαζί γινόνταν ένα άσπρο λεφούσι που σταματούσε την μάχη όταν τέλειωνε και το τελευταίο γραμμάριο αλεύρι. Έτσι όπως ήταν «αλευρωμένοι» πήγαιναν για μπάνιο στη θάλασσα. Που να βρεθεί τόσο νερό για να τους πλύνει…Πως να φύγει τόσο αλεύρι από τα μαλλιά και το σώμα που είχε γίνει μια κόλα, μια αλευρόκολλα καλύτερα…

Αυτό που άφηναν πίσω τους δεν περιγράφεται εύκολα. Ολόκληρες γειτονιές κάτασπρες, τα σπίτια αλευρωμένα, οι δρόμοι λες κι είχε χιονίσει και το αλεύρι κολλημένο παντού. Κι εδώ οι γυναίκες πλήρωναν κυριολεκτικά τη» νύφη». Όλη την υπόλοιπη μέρα και μέχρι το σούρουπο έπλεναν κι έτριβαν για να καθαρίσει ο τόπος. Για μέρες ολόκληρες έβρισκες αλεύρι μέσα και έξω από το σπίτι. Έτσι ήθελε το έθιμο..

Επιστρόφια

Μια εβδομάδα μετά τον γάμο, συνήθως Κυριακή μεσημέρι, το ζευγάρι ήταν καλεσμένο στο πατρικό της νύφης. Εκεί το περίμενε ένα μεγάλο πλούσιο οικογενειακό τραπέζι με την οικογένεια της νύφης και πολύ στενούς συγγενείς. Ήταν η επιστροφή της στο σπίτι της μετά το γάμο για αυτό και το ονόμασαν ¨Επιστρόφια».

Φεύγοντας το ζευγάρι έπαιρνε σαν δώρο μια κότα κι έναν κόκορα ,το «ζευγόρνιθο» όπως το έλεγαν, που αντιπροσώπευε το ταίριασμα και την γονιμότητα του ζευγαριού.

Αυτό ήταν και το τελευταίο έθιμο του γάμου. Του δικού μας Μεγανησιώτικου γάμου όπως τον ζούσαμε παλιά, εκείνα τα χρόνια που όλα ήταν αλλιώς, τότε που οι χαρές μας κρατούσαν περισσότερο από μια μέρα και έμεναν για πάντα στις αναμνήσεις μας.

Πριν τα ξενόφερτα έθιμα και ο «πολυπολιτισμός» εισβάλει και στα μέρη μας και γίνουν εκείνες οι εποχές μόνο μισοσβησμένες μνήμες σε παλιές ξεθωριασμένες φωτογραφίες, νοσταλγικές και αλησμόνητες για όσους ευτυχίσαμε να τις ζήσουμε…

Έτσι τελειώνει το κεφάλαιο «Μεγανησιώτικος Γάμος», με όσα μπορέσαμε να κρατήσουμε ζωντανά μέσα από μνήμες, καταγραφές και φωτογραφίες….με όσα θυμόμαστε ακόμα. Ευχή μας να ξαναζωντανέψουν οι χαρές και να γίνουν περισσότερες…

Πάντα Σε Χαρές!!!

Σημείωση: Ευχαριστώ θερμά όσους βοήθησαν στην πραγματοποίηση αυτού του άρθρου με πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό. Δεν θα αναφερθώ ονομαστικά γιατί σίγουρα θα παραλείψω κάποιους αφού η συλλογή των φωτογραφιών έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια. Μερικές από αυτές είναι από το διαδίκτυο σε αναρτήσεις που έχουν γίνει κατα καιρούς. Οι γάμοι στις φωτογραφίες είναι όλες από το Μεγανήσι και στις περισσότερες διακρίνεται το ζευγάρι αλλά και πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια. Στην μνήμη αυτών είναι αφιερωμένο αυτό το κεφάλαιο!

Υ.Γ. Αν κάποιος έχει αντίστοιχες φωτογραφίες παρακαλώ να μας τις στείλει για να τις προσθέσουμε στο άρθρο.

3 comments

  1. Ελλη.Το πηγαδι που αναφερεις στον Αθερινο ειναι στο Πανουτσεικο κτημα . Η συγχωρεμένη που αναφερεις ηταν σεμπρα χωρις δικαιωμα ιδιοκτησιας.Πανος (Πανουτσος)

    Μου αρέσει!

  2. Το πηγάδι στον Αθερινό λέγεται πηγάδι του Παναϊτσου. Οι γυναίκες το έλεγαν της Παναϊτσαινας .Είναι έργο κατασκευής του τότε προέδρου της κοινότητας μακαρήτη μπάρμπα Σπύρου Θειακοδημήτρη ( Νιάγκα ) . Κατασκευάστηκε απο ντόπιους με την λεγόμενη » προσωπική εργασία » και όσοι δεν ήταν σε θέση να δουλέψουν η κοινότητα τους επέβαλε χρηματικό πρόστιμο αναλόγως. Ο Παναϊτσος ήταν κοινοτικός σύμβουλος του Νιάγκα. Για πάρα πολλά χρόνια πήγαιναν κάθε χρόνο οι δύο τους και το καθάριζαν , τόσο μέσα όσο και στον περιβάλλοντα χώρο όπου μάζευε πολύ λάσπη και γλιστρούσαν τα γαϊδούρια αλλά και πολλές γυναίκες στο τσιμέντο.

    Όσο τώρα για τα έθιμα των γάμων , να αναφέρουμε οτι , την πρώτη Κυριακή μετά τον γάμο το νιόφωτο μαζί με τους εκατέρωθεν συγγενείς πήγαιναν εκκλησία .
    Ο παπάς είχε φτιάξει με τριαντάφυλλα μια ανθοδέσμη – Μπουκέτο – το οποίο σε κάποια στιγμή της λειτουργίας ο παπάς πάνω σε ένα δίσκο – βαντιέρα – πήγαινε το μπουκέτο της νύφης και ο γαμπρός »ασήμωνε » αναλόγως.

    Συγχαρητήρια για όλη την προσπάθεια αναβίωσης των εθίμων μας.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.