Οι ρεμπέτικες κομπανίες της μεταπολίτευσης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να γίνει ευρύτερα γνωστό το ρεμπέτικο τραγούδι ή ίσως ακόμα και αντικειμενικά σαν αντίσταση στο ξενόφερτο ποπ τραγούδι της εποχής που κατέκλυσε την Ελλάδα όπως επισημαίνει ο μεγάλος λαϊκός στιχουργός Κώστας Βίρβος *(1)
Αδιαμφισβήτητο όμως είναι και το γεγονός ότι είτε εις γνώση τους είτε εν αγνοία τους και αν όχι στο σύνολο των μελών τους, χρησιμοποιήθηκαν είτε από εταιρείες είτε από παραγωγούς ή άλλους για το χτύπημα του έντεχνου τραγουδιού, της μεταπολίτευσης του πολιτικού τραγουδιού και αντικειμενικά λειτούργησαν ενάντια στη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών κυρίως της νεολαίας που μετά την πτώση της χούντας είχε ανέβει κατακόρυφα.Βεβαίως ανεμίζοντας την υπαρκτή όντως ροπή ενάντια στο κατεστημένο η το αντιεξουσιαστικό συναίσθημα του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Ενδεικτική είναι η άποψή του Άγγελου Σφακιανάκη ιδρυτικού μέλους της» Οπισθοδρομική Κομπανίας» : » Η Οπισθοδρομική Κομπανία ήταν μία στάση ή αντίσταση προς το πολιτικό τραγούδι που οδηγούσε τον κόσμο σε ένα αδιέξοδο» *(2)
Οι Ρεμπέτικες κομπανίες της μεταπολίτευσης ήταν δεκάδες, ίσως εκατοντάδες. Λίγες όμως είναι, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού αυτές που ξεχώρισαν, είχαν διάρκεια, είχαν δισκογραφία (έστω και με επανεκτέλεση ρεμπέτικων) και είχαν και ζωντανή παρουσία σε κέντρα διασκέδασης συναυλίες ή άλλες εμφανίσεις.
Οι πιο γνωστές κομπανίες ήταν οι εξής:
Χρονολογικά η πρώτη κομπανία είναι η» Ρεμπέτικη Κομπανία» της Θεσσαλονίκης με ιδρυτή και βασικό συντελεστή τον Γιώργο Κοντογιάννη αδελφό του Δημήτρη Κοντογιάννη που αργότερα έκανε μόνος του καριέρα. Δεν μπορούμε να ακριβολογούμε για τη χρονολογία ίδρυσης γιατί το σχήμα της ( όπως και των υπολοίπων) δεν ήταν πάντα μόνιμο. Αρχικά λοιπόν τα μέλη της ήταν τρία: Ο Δημήτρης Κοντογιάννης, ο Γιώργος Κοντογιάννης, Μανώλης Δημητριανάκης.
Αυτό έγινε το 75 και αργότερα προστέθηκαν νέα μέλη με κυριότερο τον Ανδρέα Τσεκούρα. Η» ρεμπέτικη κομπανία» με οποιαδήποτε σύνθεση της δεν έπαιξε ποτέ επαγγελματικά σε μαγαζιά, απλά έκανε κάποιες συναυλίες με σπουδαιότερες τις τρείς του 1979 που έπαιξαν μαζί με τον Ρούκουνα, τον Μοσχονά τον Κυριαζή, τη Γλυκερία και τον Νίκο Παπάζογλου. Έβγαλε όλους κι όλους τέσσερις δίσκους με επανεκτελέσεις μέσα σε διάστημα 15 περίπου χρόνων. Η «Ρεμπέτικη Κομπανία» διαλύθηκε ησύχως και» αόπλως » στα μέσα της δεκαετίας του 80.
Και της άλλης κομπανίας της» Οπισθοδρομικής» ο βίος ήταν ακόμα πιο σύντομος από το 1978 μέχρι το 1985 και με μόνο τρεις δίσκους στο ενεργητικό της, από τους οποίους οι δύο είναι ζωντανές ηχογραφήσεις. Και σε αυτήν την κομπανία μπαινόβγαινε πολύς κόσμος. Συνολικά και κατά καιρούς πέρασαν πάνω από 15 άτομα μουσικοί. Σε σχέση με την» Ρεμπέτικη Κομπανία» ήταν πιο δραστήρια και επικοινωνιακά αρτιότερη. Εκτός των καθημερινών σχεδόν εμφανίσεων της σε νυχτερινά μαγαζιά έκανε εμφανίσεις και στο εξωτερικό και είχε συνεργασίες και με άλλους καλλιτέχνες( Σαββόπουλο, Γαλάνη, Βαγγέλη Γερμανό )
Η » Αθηναϊκή Κομπανία» είχε μεν» γεννηθεί» στο Χαϊδάρι το 1972 με άλλο όνομα όμως σαν Αθηναϊκή συστήθηκε και άρχισε να γίνεται γνωστή το 1978 μέσω της τηλεόρασης στην εκπομπή » Να η ευκαιρία «.Πριν την ονομασία «Αθηναϊκή» το 1979 εμφανίζεται με τον Μητσάκη στην Πλάκα, στα » Δειλινά» με μεγάλα ονόματα τότε( Μητσιάς, Γαργανουράκης, Λιζέτα Νικολάου, Χάρρυ Κλυνν ) . Στην Πλάκα, πάλι με την Αλεξίου, η οποία θα συμμετάσχει και σε δίσκο της. Εμφανίζεται επίσης στην τηλεόραση στην τηλεοπτική σειρά «Το μινόρε της αυγής».
Η Αθηναϊκή Κομπανία είναι η μακροβιότερη. Σχεδόν τρεις δεκαετίες έχει παρουσία στα μουσικά δρώμενα του τόπου (σ.σ. περισσότερο, αν προσθέσουμε και τα χρόνια μετά το 2000 ). Ηχογράφησε 13 μεγάλους δίσκους και συμμετείχε σε άλλους 5 παρότι όμως συστήθηκε σαν ρεμπέτικη επανεκτελέσεις ρεμπέτικων τραγουδιών είχε ελάχιστες. Περισσότερο λαϊκή ήταν στα χνάρια του ακούσματος της δεκαετίας του 50. Τα περισσότερα δε τραγούδια τους ήταν συνθέσεις των ίδιων των συντελεστών της.
«Το ρεμπέτικο συγκρότημα Θεσσαλονίκης» δημιουργήθηκε πολύ αργότερα από τις άλλες κομπανίες (1983) . Από αυτό ξεχώρισε και έκανε καριέρα ο Αγάθωνας Ιακωβίδης.
Το ερώτημα πάντως παραμένει:
Γιατί» χρειάστηκαν» τόσες πολλές( εκτός από τις γνωστές που θα συμφωνούσα ότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο) κομπανίες που συχνά αποτελούνταν όχι από ότι καλύτερο υπήρχε στο μουσικό δυναμικό της χώρας, για να αναβιώσει το ρεμπέτικο τη στιγμή που ζούσαν πολλοί από τους ρεμπέτες αλλά και τους λαϊκούς και οι οποίοι άφησαν σε αρκετές περιπτώσεις τα παιδαρέλια να» απενοχοποιήσουν» το ρεμπέτικο τραγούδι, το λαϊκό τραγούδι, το δικό του τραγούδι;
Γιατί θα έπρεπε ο κάθε άφωνος που μιμείται τον Βαμβακάρη ( δήθεν πιστός στο ύφος του) να είναι πιο προσιτός, στον κόσμο να κάνει την καριέρα του και να οικονομάει σε ένα μήνα- χρόνο – όσα ο Μάρκος δεν κέρδισε σε όλη του τη ζωή;
Είναι δυνατόν στην ηλεκτρονική εποχή να παίζονται σκέτα τα τραγούδια για να είναι μέσα στο κλίμα εκείνης της εποχής δήθεν και μετά να πηγαίνουν στο άλλο άκρο να χρησιμοποιούνται τετράχορδα μπουζούκια μαζί με ντραμς ,αρμόνια και ηλεκτρικά μπάσα για να αναβιώσει το ρεμπέτικο;
Έχω την εντύπωση ότι πάνω στο ιερό σκήνωμα του ρεμπέτικου τραγουδιού χτίστηκαν πολλοί λουτροκαμπινέδες στα βόρεια προάστια της Αθήνας και όσοι από τους ρεμπέτες ζούσαν λες από ντροπή λες από φόβο δεν τόλμησαν να διεκδικήσουν έστω και αργά το μερίδιο των κόπων τους και της προσφοράς τους στον ελληνικό πολιτισμό. Ποιο μέλος ρεμπέτικης κομπανίας ποιο στέλεχος δισκογραφικής εταιρείας και ποιος παραγωγός η δημοσιογράφος παρευρέθηκε στις κηδείες του Ρούκουνα, του Κερομύτη, του Μπαγιαντέρα, του Τζόβενου, του Μουφλουζέλη;( σ.σ. δύο βδομάδες μετά τον θάνατο του Μουφλουζέλη 5/8/91 η εφορία Γαλατσίου τον καλούσε να πληρώσει χρέος 5.400 δραχμές από το’ 85″ επ’ απειλή» κατάσχεσης κινητής και ακίνητης περιουσίας !!! )
(σ.σ.2 με τον αείμνηστο Μουφλουζέλη είχα την τιμή να δουλέψω στο κέντρο «Γλάρος» στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια )
Όσο για τους πιο γνωστούς τον Τσιτσάνη τον Ζαμπέτα τον Μητσάκη στα κέντρα που δούλευαν παρέλασαν πολλοί γιατί εκεί υπήρχαν κάμερες της τηλεόρασης. Την Σωτηρία Μπέλλου άρρωστη στο νοσοκομείο ελάχιστοι την επισκέφτηκαν ο κάθε «σκυλοτραγουδιστάκος» με μισό σουξέ έχει σκάφος και harley-davidson. Για ποια αναβίωση του ρεμπέτικου μιλάμε όταν πολλές φορές οι γνήσιοι εκπρόσωποι τους εξευτελιζόντουσαν. Την Σωτηρία Μπέλλου βαριά άρρωστη υποβασταζόμενη την ανέβασαν στο πάλκο να τραγουδήσει. Ο Τάκης Μπίνης ακόμα και σήμερα (σ.σ. όταν γράφεται αυτό το βιβλίο κοντά στο 2000) παίρνει μικρότερο μεροκάματο για όλη τη σεζόν από την αξία του σκουλαρικιού της κάθε αρσενικής» γλάστρας» των μαγαζιών της παραλίας: οι νόμοι της αγοράς!!!
Οι νόμοι της αγοράς( και όχι η λαϊκή ψυχή ) έκαναν πλούσιους όσους νοίκιασαν ένα παρατημένο νεοκλασικό η μία υπόγεια αποθήκη στο κέντρο της Αθήνας και το ονόμασαν » ρεμπετάδικο» ή έκαναν κάποιους άσχετους που έμαθαν δύο συγχορδίες και το παίζουν φανατικοί ρεμπετολάγνοι να ζουν από το ρεμπέτικο. Οι νόμοι της αγοράς έκαναν κάποιες σταρλετίτσες να αφήσουν την κονσομασιόν στα σκυλάδικα( για την ζωντανέψουν τη… Μαρίκα Νίνου )και οι πραγματικοί ρεμπέτες πεθαίνουν στην ψάθα ένας-ένας αθόρυβα γραμμένοι ( αν γράφονταν) στα ψιλά των εφημερίδων. Ενώ άμα έβηχε ο Φλωρινιώτης η έχανε το σκυλάκι της η» Σούλα Μπούλα» θα δημιουργείτο εθνικό θέμα. Απλά ο λαός για μία φορά ακόμα δεν πήρε χαμπάρι το τι παιχνίδια παίζονταν στην πλάτη του και εξακολουθούν να παίζονται.
Απλά το περίφημο ελληνικό δαιμόνιο και η απληστία των πολυεθνικών( τώρα πια) εταιρειών των δίσκων ,των παρατρεχάμενων τους, παραγωγών και δημοσιογράφων είναι ικανά να ξεθάψουν όλα τα ιερά και τα όσια της ταλαίπωρης αυτής πατρίδας για το κέρδος και να τα πλασάρουν σαν ψυχική ανάγκη του σύγχρονου Έλληνα.
Έτσι γινόταν πάντα και έτσι θα γίνεται. Τελικά Ίσως να μην είναι μακριά από την αλήθεια η άποψη του Σπύρου Σακελλαρόπουλου που υποστηρίζει: ...» η επιστροφή στο ρεμπέτικο που πραγματοποιείται τον τελευταίο καιρό με τις διάφορες κομπανίες δεν εκφράζει παρά μόνον την κούραση και την αποστροφή μιας μεγάλης μερίδας του κοινού προς την λαϊκίστικη τυποποίηση του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού» * (3)
Βεβαίως πολλοί από τους λόγους που επικαλούνται οι «αναβιωτές» υπάρχουν και υπήρχαν αντικειμενικά .Όπως υπάρχουν και οι τίμιες φωνές. Φυσικά και οι άνθρωποι που αγαπούν το ρεμπέτικο και δέχομαι παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις ή ενστάσεις που είναι διάχυτες σε αυτό το βιβλίο, ότι η «αναβίωση» του με όλα τα επακόλουθα είχε και θετικά αποτελέσματα σε πολλούς τομείς. Ας πούμε στον τομέα των μουσικών – οργανοπαιχτών και ερμηνευτών είχε ως συνέπεια τη συνέχιση του ελληνικού τραγουδιού. Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι ανέκαθεν η δεξιοτεχνία των μουσικών και κυρίως τον μπουζουξήδων συνέβαλε αποφασιστικά στο αρτιότερο αποτέλεσμα ενός μουσικού έργου-τραγουδιού. Με την επανεμφάνιση του ρεμπέτικου με την δημιουργία των κομπανιών και το άνοιγμα μαγαζιών που παίζονταν δημιουργήθηκε μία νέα γενιά μουσικών και τραγουδιστών πάνω στους οποίους θα στηριχθεί το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είτε παραμένουν στον ευρύτερο χώρο του ρεμπέτικου είτε μετακινήθηκαν στο χώρο που ονομάστηκε «νέο ελληνικό τραγούδι» παρά το γεγονός ότι ο όρος ίσως και να είναι αδόκιμος και να μην μπορεί ακόμα να κριθεί σαν τέτοιος θα αναφερθούμε σ’ αυτόν αργότερα εξετάζοντας τα άλλα «είδη» του ελληνικού τραγουδιού. Όσοι λοιπόν παρέμειναν δεν δημιουργούν πια ρεμπέτικο τραγούδι( πώς θα μπορούσαν άλλωστε), αλλά αναπαράγουν άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο πετυχημένα καλύτερα επαναλαμβάνουν το ρεμπέτικο με επανεκτελέσεις και κυρίως καλύπτουν ένα κενό στον τομέα της αξιοπρεπούς διασκέδασης.
Η άλλοι που διακρίνονται σε άλλους χώρους απέδειξαν ότι ήταν περαστικοί από το ρεμπέτικο αφού διαπίστωσαν ότι δεν τους εξασφαλίζει δόξα και χρήμα.
ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΚΟΜΠΑΝΙΕΣ
Εμάς μας αφορούν αυτοί πού με γνώση και μεράκι ασχολούμενοι αρχικά με το ρεμπέτικο συνεχίζουν να βάζουν λιθαράκια στην συνέχεια του ελληνικού τραγουδιού. Από αυτούς λοιπόν που ή ήταν οργανικά- ιδρυτικά μέλη κομπανιών η συμμετείχαν σε μη μόνιμα και διαφορετικά μουσικά σχήματα την μεγαλύτερη αίσθηση τα τελευταία χρόνια την έκανε μία τραγουδίστρια η Ελευθερία Αρβανιτάκη η οποία στη δεκαετία του 90 μέσα από προσεγμένες δουλειές ξεχώρισε περισσότερο και σήμερα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις καλύτερες Ελληνίδες τραγουδίστριες. Αρχικά μέλος της «Οπισθοδρομικής κομπανίας » τραγουδούσε λαϊκά και σμυρναίικα τραγούδια. Βελτιούμενη συνεχώς απόκτησε προσωπικό ύφος μη χάνοντας τον αισθησιακό χαρακτήρα της φωνής της με ηχόχρωμα ξεχωριστό και μεγάλη έκταση που παρέπεμπε στην αξέχαστη Μαρίκα Νίνου. Σήμερα διατηρώντας το ύφος της αλλά και την σοβαρότητα της τραγουδάει με την ίδια ευκολία διαφορετικούς συνθέτες και τραγουδοποιούς από Σπανουδάκη μέχρι Νικολόπουλο και από Σαββόπουλο μέχρι Δημήτρη Παπαδημητρίου και Νίκο Ξυδάκη.
Αξιοθαύμαστη καριέρα παραμένοντας στο ρεμπέτικο ύφος χωρίς εκπτώσεις πάντα όμως ή κυρίως με επανεκτελέσεις παλιών ρεμπέτικων τραγουδιών έκανε ένας τραγουδιστής και καλός οργανοπαίχτης από την Πάτρα ο Μπάμπης Γκολές. Ο Μπάμπης Γκολές τίμησε τα τραγούδια που είπε και για πολλά χρόνια παίζει και τραγουδάει σε μαγαζιά του είδους σεβόμενος το ρεμπέτικο τραγούδι και είναι το σημείο αναφοράς όταν μιλάμε για την επανεμφάνισή του ρεμπέτικου. Αυτός ο νεο ρεμπέτης αν μου επιτρέπεται η έκφραση είναι μνημείο σεμνότητας που καμιά φορά φαντάζει σαν αντικοινωνικότητα. Δεν επεδίωξε μεγάλη καριέρα σε μεγάλα μαγαζιά ούτε δημόσιες σχέσεις ούτε έκανε βαρύγδουπες δηλώσεις. Του αρκεί να παίζει και να τραγουδάει τα τραγούδια που αγαπάει.
Η Ελένη Τσαλιγοπούλου ξεκίνησε και αυτή από τα ρεμπετάδικα και κάνει προσωπική καριέρα στο λεγόμενο νέο ελληνικό τραγούδι. Φωνή με άψογη τεχνική, τραγουδίστρια με συναίσθημα θεωρείται όχι άδικα από τις ελπίδες του Ελληνικού τραγουδιού.
Στο ρεμπέτικο παραμένει ένας άλλος γνωστός στο είδος τραγουδιστής από τη Σκόπελο ο Γιώργος Ξηντάρης. Φωνή λιτή ξύλινη που θυμίζει Βαμβακάρη, παίξιμο συμμαζεμένο, φυσιογνωμία σεμνή ως αυστηρή, κινείται με συνέπεια σε συγκεκριμένους δρόμους, με ρεπερτόριο κυρίως του μεσοπολέμου χωρίς ακρότητες και αναζητήσεις έχοντας συναίσθηση -επίγνωση του τι μπορεί και τι πρέπει να κάνει.
Το μεγαλύτερο ίσως σουξέ σε αυτό το χώρο το έχει τα τελευταία χρόνια με προσεγμένες δισκογραφικές δουλειές (επανεκτελέσεις και αυτός) αλλά και στο χώρο της νυχτερινής διασκέδασης ο Μπάμπης Τσέρτος. Ο Μπάμπης Τσέρτος είναι ψαγμένος τραγουδιστής με άποψη και θεωρητικές αναζητήσεις. Έχει άλλωστε πανεπιστημιακή παιδεία και είναι μνημείο εργατικότητας μεθοδικότητας και εκμετάλλευσης στο έπακρο των φωνητικών ή άλλων δυνατοτήτων του. Η φωνή του κατά την άποψή μου δεν είναι ακριβώς ρεμπέτικη με την έννοια της αυστηρότητας και του παλιού ηχοχρώματος. Απλά την πειθαρχεί στο είδος που υπηρετεί ένα μεταρεμπέτικο προσωπικό στυλ με κανταδόρικα περάσματα και δημοτικές νύξεις απόρροια των ακουσμάτων του από τα βουνά του Μοριά( κατάγεται από τα Τρόπαια Αρκαδίας ). Έχοντας συναίσθηση αυτών των δυνατοτήτων επιλέγει αυστηρά τις επανεκτελέσεις των παλιών τραγουδιών( ρεμπέτικα, αρχοντορεμπέτικα και ελαφρά επιθεωρησιακά ή και καλαματιανά ). Αποπνέει ήθος και σοβαρότητα στις νυχτερινές εμφανίσεις του. Περιλαμβάνει στο ρεπερτόριό του και ματζόρε- χαρούμενα κομμάτια και γενικά μία αισιοδοξία βγαίνει από τη φωνή του και το παρουσιαστικό του. Όταν θα ξεκαθαρίσει το δίλημμα που θεωρώ πως έχει, δηλαδή να παραμείνει στις επανεκτελέσεις ή να προχωρήσει σε έναν πιο προσωπικό και σύγχρονο δρόμο και ήχο, τότε θα κριθεί πιο αντικειμενικά και θα αποδείξει αν μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο στο Ελληνικό τραγούδι.
Ο Στέλιος Βαμβακάρης δεν χρειάζεται ειδικές συστάσεις, έχει όνομα βαρύ σαν ιστορία. Είναι γιος του μεγάλου Μάρκου Βαμβακάρη. Αντιμετώπισε ίσως το σύνδρομο όλων των απογόνων των μεγάλων δημιουργών στενάζοντας κάτω από το βάρος του μεγάλου ονόματος που κουβαλούσε. Καλός μπουζουξής έχει δώσει δείγματα σοβαρής δουλειάς και έχει γράψει τραγούδια είτε για μεγάλους τραγουδιστές ( Νταλάρας) είτε για λιγότερο επώνυμους είτε για τον ίδιο. Είναι σοβαρός και μετρημένος καλλιτέχνης και παραμένει μέσα στα δρώμενα του ρεμπέτικου και όχι μόνο με δισκογραφία ,ζωντανές εμφανίσεις αλλά και σπουδαίες διεθνείς συνεργασίες για την προώθηση του ρεμπέτικου τραγουδιού στο εξωτερικό.
Ο Δημήτρης Κοντογιάννης ξεκίνησε από την παλαιότερη κομπανία( μαζί με τον αδερφό του Γιώργο, γνωστό δημοσιογράφο) τον Μανώλη Δημητριανάκη, τον Β. Σιδέρη και τον Ανδρέα Τσεκούρα. Το όνομα αυτής «Ρεμπέτικη Κομπανία». Ο Δημήτρης Κοντογιάννης ήταν με το ένα πόδι στο ρεμπέτικο και με το άλλο στο λαϊκό τραγούδι με το οποίο ασχολήθηκε αργότερα αποκλειστικά. Ευτύχησε να συνεργαστεί με αρκετούς καλούς σύνθετες και στιχουργούς και είχε αρκετές επιτυχίες ιδιαίτερα στη δεκαετία του 80, όμως δεν συνεχίζει με την ίδια επιτυχία. Είναι παρών βέβαια στα δρώμενα της νύχτας και της δισκογραφίας αγαπάει το λαϊκό τραγούδι, φαίνεται όμως ότι είναι και αυτός θύμα μιας ελαφροποίησης του λαϊκού τραγουδιού παρά το γεγονός ότι η φωνή του είναι αξιόλογη χρώμα της ξεχωριστό, σε αντίθεση με άλλους που η φωνή τους θυμίζει κάποιον από τα ιερά τέρατα του ελληνικού τραγουδιού .
Μιλώντας για νέους καλλιτέχνες που ξεχωρίζουν τα τελευταία χρόνια σε αυτό το χώρο που αναδείχθηκε με την επανεμφάνιση του ρεμπέτικου οι δημιουργοί είναι λίγοι, πιο γνωστοί είναι οι εκτελεστές δεξιοτέχνες μουσικοί και ερμηνευτές.
Ο Βαγγέλης Κορακάκης έχει και τις τρεις ιδιότητες, η φωνή του είναι ρεμπέτικη τα τραγούδια του είναι λαϊκά. Παραμένει πιστός στο λαϊκό της δεκαετίας του 50 με μουσικές αναφορές και σε προγενέστερες περιόδους. Ίσως να μην ανανεώνει τα εκφραστικά του μέσα και να μην θέλει να το κάνει πατώντας γερά πάνω στους παλιούς δοκιμασμένους λαϊκούς δρόμους. Αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να γράψει μερικά υπέροχα σύγχρονα λαϊκά τραγούδια, αρκετά από αυτά θα μείνουν, για αυτό η περίπτωση του είναι αξιοπρόσεκτη.
Είναι πανθομολογούμενο ότι τα τελευταία χρόνια δεν βγαίνουν σοβαρές στιβαρές λαϊκές φωνές ή ίσως όλα τα νέα παιδιά να μην έχουν την ευκαιρία – δυνατότητα να αναδείξουν τα λαϊκά στοιχεία που μπορεί να έχει η φωνή τους λόγω των τραγουδιών που γράφονται. Τραγούδια προσωπικά, εσωτερικά χαμηλόφωνα. Βεβαίως οι εποχές αλλάζουν και ίσως οι νέοι τραγουδιστές να αδικούνται στη σύγκριση με τα μεγαθήρια του παρελθόντος. Δεν θα λύσουμε εδώ το ζήτημα αν το τραγούδι κάνει τον τραγουδιστή ή αντίστροφα. Εν τούτοις και στη μία και στην άλλη περίπτωση οι συνδυασμοί να ήταν πιο πετυχημένοι αν δεν υπήρχαν διάφορα εμπόδια όπως διαφορετικές εταιρείες τραγουδιστών- τραγουδοποιών, φιλικές σχέσεις αλλά ακόμα και η επιμονή των δημιουργών ( πολλές φορές άτυχη) να τραγουδούν οι ίδιοι τα τραγούδια τους.
Ο Γεράσιμος Ανδρεάτος είναι μία σύγχρονη λαϊκή φωνή που ξεκίνησε από τα ρεμπετάδικα. Είπε μερικά θαυμάσια τραγούδια του Βαγγέλη Κορακάκη και άλλων και τον περιμένει αξιόλογη καριέρα. Λαϊκή φωνή αναμφισβήτητα, απέριττη και ανεπιτήδευτη μελωδικότητα χωρίς όμως μεγάλη έκταση. Στα υπέρ του είναι η σεμνότητα και οι προσεγμένες επιλογές τραγουδιών μέχρι τώρα καθώς και το χαμόγελο του που τον κάνει συμπαθή.
Μία ανερχόμενη νέα φωνή που ξεκίνησε από τις κομπανίες ( ήταν ένα φεγγάρι στην «Αθηναϊκή Κομπανία») με μία χαμηλόφωνη εσωτερικότητα και διακριτική παρουσία είναι η Αναστασία Μουτσάτσου. Ακολούθησε και αυτή ένα μοναχικό δρόμο στο νέο ελληνικό τραγούδι και φαίνεται να της ταιριάζει. Η άποψη μου( αν μου επιτρέπεται ) είναι ότι τα τσιφτετέλια και τα νεονησιώτικα με τα οποία φλερτάρει τελευταία δεν της ταιριάζουν έστω και αν μοιάζουν εισιτήρια για μεγαλύτερη αποδοχή και επιτυχία.
Ο Κώστας Μάντζιος είναι ένας άλλος νέος τραγουδιστής που περνώντας από τα ρεμπετάδικα έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε ( σ.σ. συνυπήρξαμε για ένα διάστημα στο ρεμπετάδικο «Κάβουρας») δείχνει να βρίσκει το προσωπικό του δρόμο πέρα από το ρεμπέτικο σε έντονες αναζητήσεις συνεργαζόμενος κυρίως με τον συνθέτη Γιώργο Σταυριανό μία διακριτική παρουσία που έχει να δώσει αρκετά ακόμα υπέροχα τραγούδια. Ο Κώστας Μάντζιος διακρίνεται για την σοβαρότητα του την αποφυγή της υπερβολής και τα προσεκτικά καλλιτεχνικά του βήματα. Άλλωστε όλοι όσοι θήτευσαν στο ρεμπέτικο δείχνουν να επηρεάστηκαν από το ήθος και την σεμνότητα των τραγουδιών.
Από το ρεμπέτικο συγκρότημα Θεσσαλονίκης ο Αγάθωνας Ιακωβίδης εξακολουθεί και σήμερα να είναι πιστός στο ρεμπέτικο τραγούδι με δίσκους και εμφανίσεις και ακόμα σταθεροί παρέμειναν η Μαριώ και αυτή από τη Θεσσαλονίκη( Μαρία Κωνσταντινίδου) ο Χοντρονάκος (Στέφανος Κιουπρούλης) που εδώ και κάποια χρόνια κατέβηκε στην Αθήνα, η Λιλή και άλλοι.
Από τους οργανοπαίκτες το μεγαλύτερο ταλέντο που ξεπήδησε από τα ρεμπετάδικα είναι ο μπουζουξής ( και όχι μόνο) Μανώλης Πάππος, προσωπικό περίτεχνο λιτό και καθαρό παίξιμο είναι τα χαρακτηριστικά του. Ένας μουσικός στα χνάρια των παλιών λαϊκών που δεν ξεστράτισε στα σκυλάδικα, που παίζει όχι μόνο με την δεξιοτεχνία του αλλά και με την ψυχή του. Είναι ένας ανήσυχος μουσικός που ψάχνει και παίζει και άλλα όργανα, τραγουδάει πολύ καλά, ενορχηστρώνει με υπέροχο προσωπικό ύφος και συνοδεύει στα πάλκα, στις συναυλίες και στις ηχογραφήσεις τους παλιούς του φίλους αλλά και επώνυμους τραγουδιστές του ποιοτικού ελληνικού τραγουδιού.
Άλλοι που ξεχώρισαν ή θα ξεχωρίσουν σε λίγα χρόνια μουσικοί και όχι μόνο είναι ο βιολιστής Γιάννης Ζευγώλης με έντονες αιγαιοπελαγίτικες ρίζες, ο μπουζουξής Δημήτρης Αναγνωστόπουλος, ο επίσης μπουζουξής Γιάννης Παπαβασιλείου( Βλάχος), ο πιανίστας Ανδρέας Τσεκούρας ο Κώστας Κουκουλίνης ο Γιάννης Λεμπέσης ο Μανώλης Δημητριανακης η τραγουδίστρια Κατερίνα Σκορδαλάκη, ο Δημήτρης Τσαουσάκης ( γιος του μεγάλου Πρόδρομου Τσαουσάκη), ο Σπύρος Χονδρός (Μουρούνας), η Κατερίνα Ξηρού, η Ανθούλα Νίχου ο εξαίρετος ακορντεονίστας Ηρακλής Βαβάτσικας και επίσης ακορντεονίστες αμφότεροι εκ Λευκάδας Κώστας Γεωργάκης και Γιάννης Σταύρακας.
Αναφέρθηκα περιληπτικά σε αυτούς που αγαπήσαν το ρεμπέτικο, το υπηρέτησαν και το υπηρετούν ή πέρασαν ( πάντα με αξιοπρέπεια) σε άλλα κανάλια του τραγουδιού. Υπήρξαν όμως και κάποιοι που ξέχασαν η χρησιμοποίησαν το ρεμπέτικο διέλυσαν τις κομπανίες, έπιασαν τις θέσεις τους σε πολυεθνικές δισκογραφικές εταιρείες σε ραδιοφωνικούς σταθμούς ή εφημερίδες και άλλοι που ανακάλυψαν ότι το ταλέντο τους πνίγονταν στις κομπανίες και τα ρεμπετάδικα και ή έγιναν Stars της show Business ή προσπάθησαν να πάρουν ένα μερίδιο από την πίτα της νυχτερινής διασκέδασης ή να εξασφαλίσουν ένα ημίωρο σε τηλεοπτικές εκπομπές για να μπορέσουν οι προσωπικοί τους πλέον δίσκοι με τραγουδάκια του συρμού να βγάλουν το κόστος παραγωγής τους. Με αυτούς ας ασχοληθούν τα περιοδικά «ποικίλης ύλης» και τα πρωινάδικα της τηλεόρασης.
ΜΙΚΡΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ
Περιγράφοντας περιληπτικά το ρεμπέτικο σαν ένα κεφάλαιο πρώτο στην αναφορά μου στο Ελληνικό λαϊκό τραγούδι δεν διεκδικώ δάφνες πρωτοτυπίας ούτε το ταπεινό αυτό εγχείρημα μου φιλοδοξεί να συμπεριλάβει όλο τον πλούτο των ρεμπέτικων τραγουδιών όπως άλλωστε και συνολικά αυτή η συγγραφική προσπάθεια. Θεώρησα όμως ότι ήταν απαραίτητη μία σύντομη αναδρομή στις ρίζες του δέντρου που ονομάζουμε ελληνικό τραγούδι μιας και θεωρώ απαραίτητη την γνώση των θεμελίων κάθε οικοδομήματος όπως απαραίτητη είναι η γνώση ενός εκάστου εξ ημών του γενεαλογικού του δέντρου. Δεν υπάρχει σύγχρονο τραγούδι παρθενογεννημένο ούτε ξεκομμένο από τις παλαιότερες δημιουργίες. Την προσπάθειά μου αυτή την θεωρώ αφορμή ,κίνητρο, ιδιαίτερα για τους νέους να ψάξουν να βρουν, να μάθουν περισσότερα από αρμοδιότερους και πιο γνώστες από εμένα για το υπέροχο αυτό είδος τραγουδιού.
Αστερίσκοι
1)Κώστας Βίρβος -Εφημερίδα «Έθνος» 4/8/1985
2)Περιοδικό «Δίφωνο τεύχος 11 Σελ.78
3)Σπύρος Σακελλαρόπουλος-«Στην Υπηρεσία του Έθνους» (Για την ιδεολογική λειτουργία του ελληνικού τραγουδιού)
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δείτε προηγούμενα άρθρα:
Θάνος Κονιδάρης, ο διπλανός μας άγνωστος και το βιβλίο του «Μουσικό Ταξίδι στον 20ο αιώνα»
Ο «Μουσικός 20ος Αιώνας» του Θάνου Κονιδάρη {Το Ρεμπέτικο}
Ο «Μουσικός 20ος Αιώνας» του Θάνου Κονιδάρη {Τα Μουρμούρικα}
Ο «Μουσικός 20ος Αιώνας» του Θάνου Κονιδάρη {Τα Καφέ Αμάν}
Ο «Μουσικός 20ος Αιώνας» του Θάνου Κονιδάρη {Το Ρεμπέτικο της Αμερικής}
Ο “Μουσικός 20ος Αιώνας” του Θάνου Κονιδάρη {Το «Ελαφρό» Τραγούδι}
Ο “Μουσικός 20ος Αιώνας” του Θάνου Κονιδάρη {Η Άνδρωση του Ρεμπέτικου}
Ο «Μουσικός 20ος Αιώνας» του Θάνου Κονιδάρη {Η Ξακουστή Τετράς του Πειραιά}
Ο «Μουσικός 20ος Αιώνας» του Θάνου Κονιδάρη {Η Τρίτη Περίοδος του Ρεμπέτικου}
Ο «Μουσικός 20ος Αιώνας» του Θάνου Κονιδάρη {Τα Αρχοντορεμπέτικα}
Ο «Μουσικός 20ος Αιώνας» του Θάνου Κονιδάρη {Και ο Χατζιδάκις Ρεμπέτης; – Η Πρώτη Αναβίωση}
Ο «Μουσικός 20ος Αιώνας» του Θάνου Κονιδάρη {Ρεμπέτικο και Πολιτική} Α’ Μέρος
Ο «Μουσικός 20ος Αιώνας» του Θάνου Κονιδάρη {Ρεμπέτικο και Πολιτική} B’ Μέρος
Ο «Μουσικός 20ος Αιώνας» του Θάνου Κονιδάρη {Το Ρεμπέτικο στη Μεταπολίτευση}