Ο “Μουσικός 20ος Αιώνας” του Θάνου Κονιδάρη {Η Άνδρωση του Ρεμπέτικου}

Με τις προηγούμενες αναφορές ουσιαστικά και είναι η πρώτη περίοδος του ρεμπέτικου. Η δεύτερη περίοδος είναι κατά πολλούς η πιο δημιουργική που σηματοδοτείται από το 1922 μέχρι την κατοχή. Ιδιαίτερη σημασία και καταλυτική επίδραση στην ανάπτυξη- ενηλικίωσή του ρεμπέτικου σε αυτήν την περίοδο έχει η έλευση από την Μικρά- Ασία και την Σμύρνη μετά τον ξεριζωμό, μορφωμένων μουσικών που θεμελίωσαν το ρεμπέτικο και χάρη σε αυτούς μετεξελίχθηκε αργότερα στο λεγόμενο Πειραιώτικο.

Η «ΑΝΔΡΩΣΗ» ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ Β ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Μετά την μικρασιατική καταστροφή και την έλευση των προσφύγων αλλά και την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923, ωρίμασε το πλαίσιο όπως προαναφέραμε ανάπτυξης του ρεμπέτικου. Το 1922 σηματοδοτεί μια μουσική κοσμογονία που είχε σαν φορείς μεγάλους μουσικούς, συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές που μετέφεραν έναν πρωτόγνωρο πολιτισμό που αναγκάζεται να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες της φτώχειας της εξαθλίωσης και της εχθρικής αντιμετώπισης από τους γηγενείς. Το χάσμα μεταξύ προσφύγων και γηγενών θα φορτίζεται εκρηκτικά από τον άγριο οικονομικό ανταγωνισμό στην διεκδίκηση της γης ( αγροτικής και αστικής) στην αγορά εργασίας αλλά και στις κάθε λογής και κλίμακας επιχειρηματικές δραστηριότητες (από το λιανεμπόριο μέχρι τη βιομηχανία).

Δηλητηριάζεται δε, και αναπαράγεται από τις πολιτικές συγκρούσεις αφού οι πρόσφυγες είναι εκείνοι που εξασφαλίζουν την εκλογική επικράτηση του Βενιζελισμού ( παρά τις ευθύνες του Βενιζέλου στην μικρασιατική εκστρατεία), και την επιβολή της αβασίλευτης δημοκρατίας. Βεβαίως οι πρόσφυγες είχαν συμπάθεια στον Βενιζέλο αρκετά πριν την εκστρατεία και μάλιστα ένας από τους λόγους που η Ελλάς ετάχθει με το μέρος της Αντάτ ήταν «εκπλήρωση υποχρέωσης προς τους αλύτρωτους αδερφούς» όπως έλεγε ο Βενιζέλος στη Βουλή στις 21 Οκτωβρίου 1915.*

Η κοινωνική κατάσταση είναι τραγική στις μεγαλουπόλεις ακόμα και πριν την έλευση των προσφύγων. Μία εικόνα αυτής της κατάστασης δίνει ο γνωστός ρεμπέτης- στιχουργός Νίκος Μάθεσης η Τρελάκιας.

Λέει λοιπόν: » Τότε ο Πειραιάς ήταν πολύ άγριος. Από τη μία ο αποκλεισμός από την άλλη τα πολιτικά μας μίση. Τρούμπα και Τσελέπη ήταν στην ημερήσια διάταξη. Όσο για τους τεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο ,Άγιο Νικόλαο, Γύφτικα, στο Χατζηκυριάκειο στην Τρούμπα στον Άγιο Διονύση εκεί φουμάρανε στο δρόμο. Ζάρια μες στον δρόμο παίζανε. Περνούσε ο χωροφύλακας και δεν του έδινε κανείς σημασία παρά τραβούσανε την ¨δίκοπη» (είδος μαχαιριού) επιδεικτικά να την δει. Επίσης τα παιχνίδια ήταν πολλά (λέσχες). Μέσα κάθε καρυδιάς καρύδι… μπράβοι , αβανταδόροι, μούτρα. Όσο για τους μάγκες, δηλαδή ρεμπέτες κάθε συνοικία είχε τους δικούς της. Τις λέσχες τις είχαν αναγνωρισμένοι νταήδες»

Και βέβαια δεν είναι τυχαία η αναφορά του Πειραιά γιατί:

«Οι χώροι που ευδοκίμησε το ρεμπέτικο και που είναι συνδεδεμένοι με την αστικοποίηση και την δειλή εκβιομηχάνιση- καπιταλιστική ανάπτυξη, είναι η γειτνίαση- εγγύτητα σε βιομηχανική ζώνη, η κατοίκηση της από μέρους της εργατικής τάξης ,ο εποικισμός τους από Μικρασιάτες και γειτνίασή της με λιμενική ζώνη».*(2)

Η εργατική τάξη αυξάνεται κατακόρυφα μετά το 1922 αντιπροσωπεύοντας ποσοστό 25% έως 30% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και κατά το 1/3 αποτελείται από πρόσφυγες με την ανεργία να παραμένει σταθερό πρόβλημα ξεπερνώντας το 30% στα 1922- 1924 και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 30.

Ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης αυτής της εποχής είτε υποαπασχολείται είτε έχει σχέση εξαρτημένης εργασίας ή προσφεύγει σε μικρά επιτηδεύματα ενώ ένα τμήμα της στους προσφυγικούς συνοικισμούς κινείται στα όρια μεταξύ προλεταριάτου και υποπρολεταριάτου. Πολλές φορές αγγίζουν τα όρια της εξαθλίωσης.

Η τραγουδισμένη «Κρεμμυδαρού» ήταν γειτονιά της Δραπετσώνας όπου εκεί βίωναν την απόλυτη εξαθλίωση. Ζούσαν σε τσαντίρια που μετατράπηκαν σε παράγκες. Εκεί επίσης ήταν και τα «Βούρλα» άλλη γειτονιά της Δραπετσώνας με τα ονομαστά πορνεία. Το 70% των κατοίκων της Δραπετσώνας ήταν Μικρασιάτες πρόσφυγες. Οι Μικρασιάτες καλλιτέχνες κατόρθωσαν με την δύναμη της μουσικής τους και την επιρροή που άσκησαν στην ελλαδική κοινωνία να επιβιώσουν με κάπως καλύτερες συνθήκες από τους άλλους των οποίων όμως τα βάσανα και τους καημούς τραγούδησαν με περισσή μαεστρία. Ειδικά στα πρώτα χρόνια η θεματολογία του τραγουδιού είναι λυπητερή λόγω της εξαθλίωσης που επικρατεί. Σιγά-σιγά το ρεπερτόριο αλλάζει και πλουτίζει.

Σε αυτά λοιπόν τα πρώτα χρόνια μέχρι σχεδόν τις αρχές της δεκαετίας του 30 η σμυρναίικη μουσική ακούγεται παντού, κυριαρχεί στην Ελλάδα. Οι δε μουσικοί» εξ ανατολών «είναι η συντριπτική πλειοψηφία όσων δουλεύουν στα καφέ- αμάν στις ταβέρνες που ανοίγουν σιγά σιγά και γίνονται οι δημιουργοί μεγάλων έργων ρεμπέτικης μουσικής που όμως ακόμα δεν ηχογραφείται.

Μετά το 23 στήνονται στην Αθήνα σμυρναίικα πάλκα με όλους τους μουσικούς και τραγουδιστές που θα γράψουνε ιστορία και στους οποίους θα αναφερθούμε παρακάτω όχι μόνο γιατί τραγούδησαν τις δικές τους μουσικές αλλά και γιατί επηρέασαν αποφασιστικά τη μετεξέλιξη του σμυρναίικου, το λεγόμενο «Πειραιώτικο ρεμπέτικο».

Τα μαγαζιά που στήνονται στην Αθήνα είναι «Η μπύρα του Βενιζέλου» στη Λεωφόρο Γεωργίου, «Η μπύρα του Θεόφραστου» που παίζει ο μεγάλος Βαγγέλης Παπάζογλου, το κέντρο «Αραράτ» στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας με τα άλλα μεγαθήρια, Παναγιώτη Τούντα( μαντολίνο) και Βαγγέλης Σωφρονίου( τραγούδι) κ.α. Οι πληροφορίες από το βιβλίο της Αγγέλας Παπάζογλου ( σύζυγό του Βαγγέλη Παπάζογλου)» Ονείρατα της άκαυτης και της καμένης Σμύρνης».

Μεγάλοι Σμυρνιοί καλλιτέχνες.

Ο Παναγιώτης Τούντας μαζί με τον Βαγγέλη Παπάζογλου θεωρούνται οι πρωτομάστορες του σμυρναίικου ρεμπέτικου τραγουδιού. Σμυρνιοί και οι δύο υπήρξαν εξαιρετικοί συνθέτες και οργανοπαίκτες. Ο πρώτος έπαιζε μαντολίνο ήταν πολυταξιδεμένος και ενσωμάτωνε στις συνθέσεις του τις μουσικές του εμπειρίες από άλλες χώρες. Υπήρξε ακόμα διευθυντικό στέλεχος στη δισκογραφική εταιρεία «Columbia». Ο Βαγγέλης Παπάζογλου έπαιζε βιολί μαντολίνο, κιθάρα και μπάντζο. Ήταν διαβασμένος μουσικός αλλά και σαν χαρακτήρας περήφανος και ανυποχώρητος .Στην δικτατορία του Μεταξά όταν η λογοκρισία του υπέδειξε να αλλάξει τους στίχους από ένα τραγούδι του αρνήθηκε και όχι μόνο δεν ξαναηχογράφησε τραγούδια αλλά και ούτε και ο ίδιος ξανατραγούδησε σε δίσκο. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να κάνουμε σε δύο δεξιοτέχνες μουσικούς που εκτός από τις συνθέσεις τους σφράγισαν με το παίξιμό τους το σμυρναίικο ρεμπέτικο τραγούδι και στα πάλκα, και αργότερα στις ηχογραφήσεις

Ήταν σπουδαίοι βιολιστές, εξαιρετικά ταλέντα με φοβερούς αυτοσχεδιασμούς αλλά και με σπουδαίες μουσικές γνώσεις και μόρφωση που επέτρεψαν και στους δύο να αναλάβουν θέσεις μαέστρου σε ορχήστρες αλλά και διευθυντικές θέσεις σε δισκογραφικές εταιρείες της εποχής. Ο ένας ήταν ο Δημήτρης Σέμσης ή «Σαλονικιός» Γεννημένος στην ΠΓΔΜ που τότε ήταν οθωμανικό βιλαέτι το 1882. Ήταν κοσμογυρισμένος, από μουσική οικογένεια και με μικρασιατικό – σμυρναίικο και νησιώτικο ιδίωμα στο παίξιμό του. Εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη εξού και το προσωνύμιο του.

Ο άλλος εξίσου σπουδαίος ήταν ο Γιάννης Δραγάτσης ή Ογδοντάκης γεννημένος στη Σμύρνη το 1886. Σε αυτήν την πρώτη γενιά μουσικών εκτός των προαναφερόμενων γεννημένων λίγο πριν ή λίγο μετά τον 20ο αιώνα ανήκουν ακόμα και η Κώστας Σκαρβέλης γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, ο Βαγγέλης Σωφρονίου εξαιρετικός τραγουδιστής γεννημένος στη Σμύρνη. Ο Γρηγόρης Ασίκης ο Αντώνης Διαμαντίδης ( Νταλγκάς), ο Ζαχαρίας Κασιμάτης. Όλοι τους κορυφαίους τραγουδιστές. Ο Σπύρος Περιστέρης υπήρξε εκτός από σπουδαίος μουσικός και διευθυντικό στέλεχος δισκογραφικής εταιρείας και αυτός, και τέλος ο εξαιρετικός Απόστολος Χατζηχρήστος και άλλοι.

Όπως αναφέρουμε και αλλού οι Μικρασιάτες μουσικοί υπερτερούν αριθμητικά έναντι των Ελλαδιτών με τους οποίους συνυπάρχουν σε αυτά τα πρώτα χρόνια και μέχρι την επικράτηση του πειραιώτικου ρεμπέτικου. Αυτοί οι Ελλαδίτες είναι ο Γιώργος Μπάτης ο Κώστας Τζόβενος ο Δημήτρης Γκόγκος (μπαγιαντέρας) ο Κώστας Δούκας ο Στέλιος Κερομήτης και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Η εμβληματική μορφή και μουσική παρουσία του Μάρκου Βαμβακάρη σηματοδοτεί το πέρασμα στο πειραιώτικο ρεμπέτικο με τις αλλαγές που φέρνει στα μουσικά όργανα στο ύφος και στους ρυθμούς του ρεμπέτικου. Το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς αντικαθιστούν τα σαντούρια και τα βιολιά. Ο Ζεμπέκικος , ο Χασάπικος και ο Χασαποσέρβικος γίνονται οι βασικοί ρυθμοί- χοροί του ρεμπέτικου τραγουδιού. Το μπουζούκι δε, μπαίνει και στη δισκογραφία του 1933.

ΡΥΘΜΟΙ-ΧΟΡΟΙ

Ο ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΟΣ

Ο Ζεϊμπέκικος χορός έχει τις ρίζες του σε τουρκικό παραδοσιακό χορό. Χορεύονταν από μία φυλή της Μικράς Ασίας τους Ζεϊμπέκικου η Ζεϊμπέκηδες. Η φυλή αυτή δημιουργήθηκε από μία πρόσμιξη Γιουρούκων που ήταν νομάδες κάτοικοι της Πίνδου οι οποίοι μετοίκησαν -μετακινήθηκαν στα παράλια της Μικράς Ασίας αλλά και (Τουρκμένων) ομάδων που μετακινήθηκαν από την Ασία (Τουρκμενιστάν) αποτελούνταν από επαγγελματίες πολεμιστές.

Ο ΧΑΣΑΠΙΚΟΣ

Η ύπαρξη του οφείλεται στον βυζαντινό χορό τον μακελάρηδων ο οποίος χορεύονταν στην Κωνσταντινούπολη κυρίως από χασάπηδες στις γιορτές. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ατίθασοι και όλοι τους έτρεμαν γιατί κυκλοφορούσαν με όπλα και τα επιδείκνυαν. Αργότερα ο χορός αυτός εξελίσσεται στη σημερινή του μορφή που είναι περισσότερο ερωτική.

Ο ΧΑΣΑΠΟΣΕΡΒΙΚΟΣ

Χορός με Σλαβική καταγωγή αλλά παραλλαγές του υπάρχουν σε όλες τις χώρες των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης μέχρι τη Ρωσία.

Hora στην Ρουμανία ακόμα και στο Ισραήλ.

Hasapsko Horo στην Βουλγαρία.

Kolo στην Σερβία και στο Ισραήλ

Οι ρυθμοί αυτοί και οι χοροί βεβαίως δεν γεννήθηκαν στον Πειραιά Είναι και αυτοί ανατολίτικη προίκα, ενσωματώθηκαν αμιγείς η διαφοροποιημένοι και παραμένουν ακόμη μέχρι και σήμερα όπως και το Αραβοπερσικής καταγωγής τσιφτετέλι (= Διπλή χορδή) που αρχικά θεωρήθηκε, και ίσως είναι, θηλυπρεπής χορός από τους ρεμπέτες. Με την πάροδο του χρόνου και την επικράτηση του πειραιώτικου ρεμπέτικου κάποιοι νεότεροι Μικρασιάτες μουσικοί ενσωματώνονται σε αυτό και συνυπάρχουν όπως: ο Γιώργος Ροβερτάκης, ο Ανέστης Δελιάς και ο Γιάννης Παπαϊωάννου.

Τώρα πια οι Ελλαδίτες μουσικοί αποκτούν την πρωτοκαθεδρία, παίρνουν την σκυτάλη στο ρεμπέτικο και αργότερα στο λεγόμενο (σχηματικά) λαϊκό.Και αυτοί είναι:

Ο Γιώργος Μουφλουζέλης, ο Γεράσιμος Κλουβάτος, ο Στέλιος Χρυσίνης, ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μπάμπης Μπακάλης, ο Κώστας καπλάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Σταύρος Τσουανάκος, ο Θόδωρος Δερβενιώτης ,ο Απόστολος Καρδάρας, ο Σπύρος Καλφόπουλος, ο Κούλης Σκαρπέλης, ο Γιώργος Μητσάκης , ο Οδυσσέας Μοσχονάς κ.α

Συνοψίζοντας, γιατί θα αναφερθούμε εκτενέστερα σε όλους μαζί με όλες τις προηγούμενες μεγάλες φωνές, μέχρι το ’55 περίπου καταλυτική είναι η συνεισφορά των μεγάλων τραγουδιστών: Η Ρόζα Εσκενάζη ,η Ρίτα Αμπατζή, και η Μαρίκα Παπαγκίκα (στην Αμερική) είναι μακράν οι καλύτερες φωνές του Σμυρναίικου και προπολεμικού ρεμπέτικου. Από τους άντρες είναι ο Κώστας Νούρος (το αηδόνι της Ανατολής) ο Αντώνης Διαμαντίδης (Νταλκάς) ο Βαγγέλης Σωφρονίου, ο Γιώργος Κάβουρας, ο Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης.

Μετά το ’40 η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Σωτηρία Μπέλλου, Μαρίκα Νίνου, η Στέλλα Χασκήλ, η Άννα Χρυσάφη, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης κ.α

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι η ανατολή δεν ήταν η μήτρα μόνο του ρεμπέτικου αλλά επηρέασε και άλλα είδη μουσικής αφού μεγάλοι καταγόταν ή γεννήθηκαν εκεί όπως ο Σογιούλ και ο Μανώλης Καλομοίρης.

Παραπομπές -Αστερίσκοι

* Γ. Μαυρογορδάτος =Τ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών

*Αλέξανδρος Μούργος = ΄Άρθρο του στην «Commoninality»

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Δείτε προηγούμενα άρθρα:

Θάνος Κονιδάρης, ο διπλανός μας άγνωστος και το βιβλίο του «Μουσικό Ταξίδι στον 20ο αιώνα»

Ο «Μουσικός 20ος Αιώνας» του Θάνου Κονιδάρη {Το Ρεμπέτικο}

Ο «Μουσικός 20ος Αιώνας» του Θάνου Κονιδάρη {Τα Μουρμούρικα}

Ο «Μουσικός 20ος Αιώνας» του Θάνου Κονιδάρη {Τα Καφέ Αμάν}

Ο «Μουσικός 20ος Αιώνας» του Θάνου Κονιδάρη {Το Ρεμπέτικο της Αμερικής}

Ο “Μουσικός 20ος Αιώνας” του Θάνου Κονιδάρη {Το «Ελαφρό» Τραγούδι}

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.